τριχρωμία

τριχρωμία
η, Ν [τρίχρωμος]
1. μέθοδος εκτύπωσης πολύχρωμων εικόνων με τη χρησιμοποίηση τριών μόνον χρωμάτων, τού κίτρινου, τού ερυθρού και τού κυανού
2. (κατ' επέκτ.) η εικόνα που εκτυπώνεται με την παραπάνω μέθοδο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τριχρωμία — η 1. μέγεθος εκτύπωσης πολύχρωμων εικόνων με τη χρήση τριών μόνο χρωμάτων (κίτρινου, κόκκινου, μπλε) που η ανάμειξή τους δίνει πολλές αποχρώσεις. 2. η εικόνα που εκτυπώθηκε με τέτοια μέθοδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυχρωμία — Έγχρωμη τυπογραφική αναπαραγωγή ενός έγχρωμου πρωτότυπου. Όπως και στην έγχρωμη φωτογραφία, όλα τα χρώματα της ίριδας μπορούν να αναπαραχθούν με τρία βασικά χρώματα. Στην τυπογραφία τα χρώματα είναι: κίτρινο, κόκκινο (ματζέντα), μπλε και μαύρο,… …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • τρικολόρε — το άκλ. (λ. ιταλ.), τριχρωμία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”